πολιτειοκρατία

πολιτειοκρατία
η, Ν
διοικητικό σύστημα κατά το οποίο η Εκκλησία είναι υποταγμένη στην πολιτεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιτεία + -κρατία (< -κράτης < κράτος), πρβλ. δημο-κρατία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολιτειοκρατικός — ή, ό, Ν [πολιτειοκρατία] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πολιτειοκρατία 2. (για πρόσ.) αυτός που τάσσεται φανερά υπέρ τής πολιτειοκρατίας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”